- ώα
- (I)η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Απαρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγιανεοελλ.φρ. «αιδοιική ώα»ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίουνεοελλ.-μσν.περιθώριο σελίδας βιβλίουαρχ.1. δέρμα προβάτου μαζί με το μαλλί, προβιά, μηλωτή2. είδος ζώνης που φορούσαν οι λουόμενοι ή όσοι μετείχαν σε ιερές τελετές («ᾦα λουόμενος προζώννυται», Φερεκρ.)3. (γενικά) άκρο ή άκρα («ἐς τὴν ἐπάνω ὤίαν τᾱς πέτρας», επιγρ. Κρήτης).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὤα / ᾦα (< *ὠFία ή *ὦFya) έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη βαθμίδα τής λ. ὄϊς* «πρόβατο», ενώ οι τ. ὄα, οἴα διατηρούν το βραχύ φωνήεν τού αρχικού τ. Η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. āvi-ka «δέρμα προβάτου». Η λ. ὤα χρησιμοποιήθηκε με σημ. «δέρμα προβάτου μαζί με το μαλλί», αλλά και με περιορισμένη σημ. «παρυφή ενδύματος», από όπου «άκρο, όριο». Η σύνδεση, εξάλλου, τής λ. με το λατ. ōra «περιφέρεια, άκρο» εξαιτίας τής σημ. της «παρυφή ενδύματος» δεν φαίνεται πιθανή].————————(II)ἡ, (Α, ὤα)βλ. ωβά.
Dictionary of Greek. 2013.